lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναστατώνω στα γερμανικά

Λέξη:
αναστατώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
stören, stürzen, umdrehen, umfallen, umkippen, umlegen, umschlagen, umstoßen, umstürzen, umwerfen, überschlagen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αναστατώνω, αναστατώνω συνώνυμα, αναστατώνω αγγλικά, αναστατώνω στα γερμανικά, stören στα ελληνικά
αναστατώνω στα γερμανικά