lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναστατώνω στα τσεχική

Λέξη:
αναστατώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (17):
obracet, obrátit, poklopit, porazit, povalit, překlopit, překotit, převalit, převrhnout, převrátit, rozrušit, rušit, skácet, svrhnout, vzrušit, znepokojit, znepokojovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική αναστατώνω, αναστατώνω συνώνυμα, αναστατώνω αγγλικά, αναστατώνω στα τσεχική, obracet στα ελληνικά
αναστατώνω στα τσεχική