lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυτόνομος στα γερμανικά

Λέξη:
αυτόνομος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (3):
autonom, selbständig, selbstständig
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αυτόνομος, αυτόνομος συνώνυμα, αυτόνομος συναγερμός, αυτόνομος σημασία, αυτόνομος οργανισμός εργατικής κατοικίας, αυτόνομος οικοδομικός οργανισμός αξιωματικών, αυτόνομος στα γερμανικά, autonom στα ελληνικά
αυτόνομος στα γερμανικά