lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυτόνομος στα πορτογαλικά

Λέξη:
αυτόνομος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (2):
autónomo, independente
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αυτόνομος, αυτόνομος συνώνυμα, αυτόνομος συναγερμός, αυτόνομος σημασία, αυτόνομος οργανισμός εργατικής κατοικίας, αυτόνομος οικοδομικός οργανισμός αξιωματικών, αυτόνομος στα πορτογαλικά, autónomo στα ελληνικά
αυτόνομος στα πορτογαλικά