lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγκαθιστώ στα νορβηγικά

Λέξη:
εγκαθιστώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (15):
anlegge, bilda, etablere, etablert, folde, forutsette, fundere, grunne, grunnlegge, installere, montere, stifta, stifte, stille, vedde
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά εγκαθιστώ, εγκαθιστώ συνώνυμα, εγκαθιστώ στα αγγλικά, εγκαθιστώ κληρονόμο, εγκαθιστώ κλίση, εγκαθιστώ αγγλικα, εγκαθιστώ στα νορβηγικά, anlegge στα ελληνικά
εγκαθιστώ στα νορβηγικά