lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγκαθιστώ στα φινλανδικά

Λέξη:
εγκαθιστώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (6):
asentaa, sijoittaa, asettaa, panna, sovittaa, perustaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά εγκαθιστώ, εγκαθιστώ συνώνυμα, εγκαθιστώ στα αγγλικά, εγκαθιστώ κληρονόμο, εγκαθιστώ κλίση, εγκαθιστώ αγγλικα, εγκαθιστώ στα φινλανδικά, asentaa στα ελληνικά
εγκαθιστώ στα φινλανδικά