lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κλίνω στα γερμανικά

Λέξη:
κλίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (6):
konjugieren, abändern, ändern, umwechseln, verändern, wandeln
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά κλίνω, κλίνω το ρήμα πλένομαι, κλίνω το ρήμα κινούμαι, κλίνω το ρήμα καταβάλλω, κλίνω το ρήμα κάθομαι, κλίνω το ρήμα είμαι, κλίνω στα γερμανικά, konjugieren στα ελληνικά
κλίνω στα γερμανικά