lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κλίνω στα πολωνική

Λέξη:
κλίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
koniugować, odmieniać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική κλίνω, κλίνω το ρήμα πλένομαι, κλίνω το ρήμα κινούμαι, κλίνω το ρήμα καταβάλλω, κλίνω το ρήμα κάθομαι, κλίνω το ρήμα είμαι, κλίνω στα πολωνική, koniugować στα ελληνικά
κλίνω στα πολωνική