lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κύρος στα γερμανικά

Λέξη:
κύρος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (16):
autorität, berechtigung, bevollmächtigung, dominanz, energie, ermächtigung, gewalt, herrschaft, kontrolle, kraft, macht, oberherrschaft, potenz, regierung, vermögen, vorherrschaft
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά κύρος, κύρος τσήκεν, κύρος συνώνυμο, κύρος στα αγγλικά, κύρος πατσαλίδης, κύρος ο νεότερος, κύρος στα γερμανικά, autorität στα ελληνικά
κύρος στα γερμανικά