lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κύρος στα πορτογαλικά

Λέξη:
κύρος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (13):
autoridade, competência, controle, demagogia, desprestigiar, império, mando, poder, potencia, potência, prestigio, reino, seroarão
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά κύρος, κύρος τσήκεν, κύρος συνώνυμο, κύρος στα αγγλικά, κύρος πατσαλίδης, κύρος ο νεότερος, κύρος στα πορτογαλικά, autoridade στα ελληνικά
κύρος στα πορτογαλικά