lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κύρος στα τσεχική

Λέξη:
κύρος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (18):
autorita, kapacita, moc, mocnost, nadvláda, odborník, orgán, ovládnutí, panství, pravomoc, převaha, schopnost, správa, síla, vliv, vláda, vážnost, úřad
Σχετικές λέξεις:
τσεχική κύρος, κύρος τσήκεν, κύρος συνώνυμο, κύρος στα αγγλικά, κύρος πατσαλίδης, κύρος ο νεότερος, κύρος στα τσεχική, autorita στα ελληνικά
κύρος στα τσεχική