lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κύρος στα νορβηγικά

Λέξη:
κύρος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (10):
autorisasjon, autoritet, mandat, myndighet, respekt, kraft, makt, øvrighet, regjering, velde
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά κύρος, κύρος τσήκεν, κύρος συνώνυμο, κύρος στα αγγλικά, κύρος πατσαλίδης, κύρος ο νεότερος, κύρος στα νορβηγικά, autorisasjon στα ελληνικά
κύρος στα νορβηγικά