lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλούσιος στα γερμανικά

Λέξη:
πλούσιος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (12):
begütert, bemittelt, ergiebig, gut, opulent, reich, reichhaltig, reichlich, stark, vermögend, wohlhabend, üppig
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά πλούσιος, πλούσιοσ και φτωχόσ, πλούσιος συνώνυμο, πλούσιος συνώνυμα, πλούσιος ρυθμός, πλούσιος μπαμπάς φτωχός μπαμπάς pdf, πλούσιος στα γερμανικά, begütert στα ελληνικά
πλούσιος στα γερμανικά