lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλούσιος στα πορτογαλικά

Λέξη:
πλούσιος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
abundante, caudaloso, cauto, copioso, exuberante, farto, frondoso, lauto, opulento, rico
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πλούσιος, πλούσιοσ και φτωχόσ, πλούσιος συνώνυμο, πλούσιος συνώνυμα, πλούσιος ρυθμός, πλούσιος μπαμπάς φτωχός μπαμπάς pdf, πλούσιος στα πορτογαλικά, abundante στα ελληνικά
πλούσιος στα πορτογαλικά