lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλούσιος στα ουκρανικά

Λέξη:
πλούσιος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (23):
багатий, важливий, великодушний, гомінливий, добрий, достатній, заможний, заповнений, квітучий, пишний, повний, проливний, просторий, процвітаючий, реальний, рясний, ситий, сприятливий, урожайний, успішний, цілий, щедрий, істотний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πλούσιος, πλούσιοσ και φτωχόσ, πλούσιος συνώνυμο, πλούσιος συνώνυμα, πλούσιος ρυθμός, πλούσιος μπαμπάς φτωχός μπαμπάς pdf, πλούσιος στα ουκρανικά, багатий στα ελληνικά
πλούσιος στα ουκρανικά