lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ψηφοφόρος στα γερμανικά

Λέξη:
ψηφοφόρος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (5):
kurfürst, wähler, wahlmann, wählende, wahllosigkeit
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ψηφοφόρος, ψηφοφόρος στα γερμανικά, kurfürst στα ελληνικά
ψηφοφόρος στα γερμανικά