lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ψηφοφόρος στα ουκρανικά

Λέξη:
ψηφοφόρος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
балотування, виборець, вотум, голос, голосування, голосувати, проголосувати, складовий, установчий, ухвала
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ψηφοφόρος, ψηφοφόρος στα ουκρανικά, балотування στα ελληνικά
ψηφοφόρος στα ουκρανικά