lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: γνώρισμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attribute, characteristic, degree, feature, featuring, hallmark, marker, pointing, quality, trait
γνώρισμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
atribut, charakter, charakteristický, charakteristika, punc, příznak, příznačný, tah, vlastnost, znak, značka
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
attribut, charakterzug, eigenschaft, gesichtszug, kennzeichen, merkmal, note, zug
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
drag, egenskab, karakteristisk
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
atributo, característica, cualidad, marca, propiedad, rasgo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
attribut, cachet, caractéristique, estampille, trait
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carattere, caratteristica, caratteristico, tratto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
attributt, beskaffenhet, drag, egenskap, karakteristisk, karaktertrekk, kjennemerke, merke, preg, trekk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
клеймо, свойство, черта
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
attribut, beskaffenhet, drag, egenskap, karaktär, påbrå, tecken
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
karakteristik
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
свойство
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
omadus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
piirre
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osobina
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
ismertetőjegy, tulajdonság, vonás
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
požymis, savybė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atributo, característica, marca, rasgo
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
atribut
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
cecha

Σχετικές λέξεις

γνώρισμα συνώνυμο, γνώρισμα συνώνυμα, γνώρισμα αγγλικά, διακριτικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό γνώρισμα