lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: γονιμοποιώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
enrich, fatten, fertilise, fertilize
γονιμοποιώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hnojit, oplodnit, zúrodnit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
befruchten, ertragreich
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
beneficiar, estercolar, fecundar, fecundizar, fertilizar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amender, défricher, fertiliser, féconder
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
удобрять
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
угнойваць, удабраць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
höystää, lannoittaa
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fecundar, fertilizar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
битва, бій, живіть, збагатити, збагатіть, збагачувати, підбадьорте, підсолодіть, товстійте, удобрювати, удобріть
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
użyźniać