lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αϋπνία στα δανική

Λέξη:
αϋπνία (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
δανική αϋπνία, αϋπνία συμπτώματα, αϋπνία στα παιδιά, αϋπνία μωρού, αϋπνία κατάθλιψη, αϋπνία και εγκυμοσύνη, αϋπνία στα δανική, søvnløshed στα ελληνικά
αϋπνία στα δανική