lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αϋπνία στα λευκορωσίας

Λέξη:
αϋπνία (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (2):
бяссонне, бяссонніца
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας αϋπνία, αϋπνία συμπτώματα, αϋπνία στα παιδιά, αϋπνία μωρού, αϋπνία κατάθλιψη, αϋπνία και εγκυμοσύνη, αϋπνία στα λευκορωσίας, бяссонне στα ελληνικά
αϋπνία στα λευκορωσίας