lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καραμέλα στα δανική

Λέξη:
καραμέλα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (4):
bolsje, konfekt, slik, iris
Σχετικές λέξεις:
δανική καραμέλα, καραμέλα συνταγή, καραμέλα ρέθυμνο, καραμέλα παρλιάρος, καραμέλα παιδικός σταθμός, καραμέλα με ζαχαρούχο, καραμέλα στα δανική, bolsje στα ελληνικά
καραμέλα στα δανική