lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόκαλο στα δανική

Λέξη:
κόκαλο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
ben, knogle, knokkel
Σχετικές λέξεις:
δανική κόκαλο, κόκκαλο για παπούτσια, κόκκαλο βιβλιοδεσίας, κόκαλο ψαριού στο λαιμό, κόκαλο ψαριού, κόκαλο στο λαιμό, κόκαλο στα δανική, ben στα ελληνικά
κόκαλο στα δανική