lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόκαλο στα λευκορωσίας

Λέξη:
κόκαλο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
костка, косць, касцявы
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας κόκαλο, κόκκαλο για παπούτσια, κόκκαλο βιβλιοδεσίας, κόκαλο ψαριού στο λαιμό, κόκαλο ψαριού, κόκαλο στο λαιμό, κόκαλο στα λευκορωσίας, костка στα ελληνικά
κόκαλο στα λευκορωσίας