lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόκαλο στα ουκρανικά

Λέξη:
κόκαλο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
доміно, кіста, кістка, кісткова, кісткове, кістковий, кістку, кісту, кість
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κόκαλο, κόκκαλο για παπούτσια, κόκκαλο βιβλιοδεσίας, κόκαλο ψαριού στο λαιμό, κόκαλο ψαριού, κόκαλο στο λαιμό, κόκαλο στα ουκρανικά, доміно στα ελληνικά
κόκαλο στα ουκρανικά