lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεταγενέστερος στα δανική

Λέξη:
μεταγενέστερος (Αριθμός των γραμμάτων: 14)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
følgende, førstkommende, kommende, nest, neste, påfølgende
Σχετικές λέξεις:
δανική μεταγενέστερος, μεταγενέστερος συνώνυμο, μεταγενέστερος στα αγγλικά, μεταγενέστερος σημασια, μεταγενέστερος μεταφραση, μεταγενέστερος λεξικο, μεταγενέστερος στα δανική, følgende στα ελληνικά
μεταγενέστερος στα δανική