lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεταγενέστερος στα ουκρανικά

Λέξη:
μεταγενέστερος (Αριθμός των γραμμάτων: 14)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (5):
виникнення, наступний, поетапний, послідовний, потойбічний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μεταγενέστερος, μεταγενέστερος συνώνυμο, μεταγενέστερος στα αγγλικά, μεταγενέστερος σημασια, μεταγενέστερος μεταφραση, μεταγενέστερος λεξικο, μεταγενέστερος στα ουκρανικά, виникнення στα ελληνικά
μεταγενέστερος στα ουκρανικά