lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλέκω στα δανική

Λέξη:
πλέκω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
foregå, pågå, strikke
Σχετικές λέξεις:
δανική πλέκω, πλέκω το εγκώμιο, πλέκω σκούφο με βελόνες, πλέκω παπουτσάκια, πλέκω μπολερό, πλέκω με βελόνες, πλέκω στα δανική, foregå στα ελληνικά
πλέκω στα δανική