lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλέκω στα ρωσικά

Λέξη:
πλέκω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (2):
вязать, происходить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά πλέκω, πλέκω το εγκώμιο, πλέκω σκούφο με βελόνες, πλέκω παπουτσάκια, πλέκω μπολερό, πλέκω με βελόνες, πλέκω στα ρωσικά, вязать στα ελληνικά
πλέκω στα ρωσικά