lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πλέκω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
knit, stir
πλέκω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
plést, uplést
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschehen, stricken, wirken, zugehen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
foregå, pågå, strikke
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pasar, suceder
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arriver, devenir, tricoter
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
svolgersi
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
foregå, hinda, pågå, strikke
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вязать, происходить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hända, pågå, sticka
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
történni, végbemenni
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dziać

Σχετικές λέξεις

πλέκω με βελόνες, πλέκω σκούφο με βελόνες, πλέκω κασκόλ με βελόνες, πλέκω με βελονάκι, πλέκω μπολερό, πλέκω το εγκώμιο, πλέκω παπουτσάκια, πλέκω λουλούδια, πλέκω λαιμό, πλέκω κασκόλ