lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κυνηγώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
beagle, chase, fish, hunt, race
κυνηγώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hnát, hon, honit, honička, lov, lovit, pronásledovat, pronásledování, revír, stíhat, stíhání, vyhnat, závodit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
jagen, verfolgen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forfølge, forfølgelse, jage, jagt, jaket
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cazar, perseguir
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cavaler, chasser, courir, giboyer, pourchasser, poursuivre, talonner
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
caccia, cacciare, incalzare, inseguire, rincorrere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forfølge, forfølgelse, jaga, jage, jakt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бежать, гнать, преследовать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förfölja, förföljande, jaga, jakt
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
küttima
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ajaa
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
progoniti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kergetni, vadászni, üldöz
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
vytis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acossar, casar, caçar, perseguir, tanger
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
gonić, polować

Σχετικές λέξεις

κυνηγώ συνώνυμα, κυνηγώ χίμαιρες