lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σωρός στα ουκρανικά

Λέξη:
σωρός (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (29):
акумуляція, безліч, гора, груда, гірський, дзьобати, затискати, затискувати, затиснути, клин, купа, маса, масовий, нагромадження, нагромаджувати, нагромадити, накопичення, накопичування, пакет, пакунок, перенаселеність, пліт, пором, рій, складати, скласти, скоба, скупчення, штабель
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σωρός, σωρός τάσσου παπαδόπουλου, σωρός σύμπλεγμα των εχινάδων, σωρός σορός, σωρός μαρούσι, σωρός εχινάδων, σωρός στα ουκρανικά, акумуляція στα ελληνικά
σωρός στα ουκρανικά