επιθεωρητής στα αγγλικά επιθεωρητής στα τσεχική επιθεωρητής στα γερμανικά επιθεωρητής στα δανική επιθεωρητής στα ισπανικά επιθεωρητής στα γαλλικά επιθεωρητής στα νορβηγικά επιθεωρητής στα ρωσικά επιθεωρητής στα αλβανικά επιθεωρητής στα βουλγαρικά επιθεωρητής στα λευκορωσίας επιθεωρητής στα φινλανδικά επιθεωρητής στα ουγγρική επιθεωρητής στα πορτογαλικά επιθεωρητής στα σλοβακική επιθεωρητής στα ουκρανικά επιθεωρητής στα πολωνική
οικτρός στα αγγλικά κωμικός στα ιταλικά φούστα στα σλοβενική παπάς στα ουκρανικά διαπράττω στα ουκρανικά
φούστα pencil διαπράττω κλίση γάλλος κωμικός παπάς κάτι ψήνεται