lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαπράττω στα ουκρανικά

Λέξη:
διαπράττω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (24):
виконайте, виконати, виконувати, виступати, виступити, вчинити, вчиняти, вчиніть, довірте, довіряти, завершити, завершувати, завершіть, здійснити, здійснювати, передавати, передати, робити, скоювати, скоїти, учинити, учиняти, чинити, чиніть
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά διαπράττω, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω παρακείμενος, διαπράττω κλίση, διαπράττω στα ουκρανικά, виконайте στα ελληνικά
διαπράττω στα ουκρανικά