επιφέρω στα αγγλικά επιφέρω στα τσεχική επιφέρω στα γερμανικά επιφέρω στα δανική επιφέρω στα ισπανικά επιφέρω στα γαλλικά επιφέρω στα νορβηγικά επιφέρω στα ρωσικά επιφέρω στα σουηδικά επιφέρω στα λευκορωσίας επιφέρω στα φινλανδικά επιφέρω στα πορτογαλικά επιφέρω στα ουκρανικά επιφέρω στα πολωνική
πέρασμα στα τσεχική αστείος στα νορβηγικά αποδυναμώνω στα πολωνική όριο στα λιθουανική διαβητικός στα τσεχική