lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιφέρω στα πορτογαλικά

Λέξη:
επιφέρω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
causar, desafiar, motivar, ocasionar, originar, produzir, provocar, reptar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά επιφέρω, επιφέρω τι σημαινει, επιφέρω συνώνυμο, επιφέρω στα αγγλικά, επιφέρω μετάφραση, επιφέρω λεξικό, επιφέρω στα πορτογαλικά, causar στα ελληνικά
επιφέρω στα πορτογαλικά