lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παρενοχλώ στα ιταλικά

Λέξη:
παρενοχλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (11):
arrabbiare, arrabbiarsi, bestia, esasperare, esasperarsi, infastidire, irritare, molestare, punzecchiare, stuzzicare, tormentare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά παρενοχλώ, παρενοχλώ στα ιταλικά, arrabbiare στα ελληνικά
παρενοχλώ στα ιταλικά