lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παρενοχλώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
παρενοχλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
enojar, irritar, disputar, exasperar, escocês, exacerbar, incitar, zangar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά παρενοχλώ, παρενοχλώ στα πορτογαλικά, enojar στα ελληνικά
παρενοχλώ στα πορτογαλικά