lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πιστοποιώ στα ιταλικά

Λέξη:
πιστοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (15):
accertare, affermare, appurare, attestare, autenticare, avvalorare, certificare, comprovare, confermare, dimostrare, giurare, provare, testimoniare, verificare, vidimare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά πιστοποιώ, πιστοποιώ στα ιταλικά, accertare στα ελληνικά
πιστοποιώ στα ιταλικά