lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πιστοποιώ στα τσεχική

Λέξη:
πιστοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (22):
biřmovat, dokazovat, dosvědčit, dotvrdit, hlásit, konfirmovat, legalizovat, nasvědčovat, osvědčit, ověřit, podporovat, potvrdit, potvrzovat, prokázat, prověřit, přezkoušet, svědčit, ujistit, utvrdit, utvrzovat, verifikovat, vypovídat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική πιστοποιώ, πιστοποιώ στα τσεχική, biřmovat στα ελληνικά
πιστοποιώ στα τσεχική