lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρύπα στα ιταλικά

Λέξη:
τρύπα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (20):
abboccatura, antro, apertura, asola, buca, buco, caverna, cavità, covo, fessura, foro, fossa, grotta, incavato, incavo, loculo, orificio, sfogo, spiraglio, tana
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά τρύπα, τρύπα του όζοντος αίτια, τρύπα του όζοντος, τρύπα στον αφαλό, τρύπα στο φρύδι, τρύπα στο αυτί φροντίδα, τρύπα στα ιταλικά, abboccatura στα ελληνικά
τρύπα στα ιταλικά