lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρύπα στα τσεχική

Λέξη:
τρύπα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (27):
brloh, dolík, doupě, dutina, dutý, díra, důl, hrob, jeskyně, jáma, kaverna, nora, otevření, otvor, proražení, průlom, průsek, rozevření, sluj, vpadlý, vrt, vyhloubený, vykotlaný, zahájení, záliv, zátoka, ústí
Σχετικές λέξεις:
τσεχική τρύπα, τρύπα του όζοντος αίτια, τρύπα του όζοντος, τρύπα στον αφαλό, τρύπα στο φρύδι, τρύπα στο αυτί φροντίδα, τρύπα στα τσεχική, brloh στα ελληνικά
τρύπα στα τσεχική