lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κυψέλη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
beehive, hive
κυψέλη
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
mraveniště, roj, úl
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bienenkorb, bienenstock, stock
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bikube, kube
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
colmena
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ruche
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alveare, arnia
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bikube, kube
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
улей
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bikupa, taga
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вулей
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
mesipuu, taru
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mehiläispesä
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kaptár, méhkas
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
avilys
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cortiço
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вулик
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ul

Σχετικές λέξεις

κυψέλη μελισσών, κυψέλη αθήνα, κυψέλη βόλος, κυψέλη καυσίμου, κυψέλη περόνε, κυψέλη χαρτης, κυψέλη της γιαγιάς, κυψέλη πολυστερίνης, κυψέλη ημαθίας, κυψέλη μυτιλήνη