lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυψέλη στα γερμανικά

Λέξη:
κυψέλη (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (3):
bienenkorb, bienenstock, stock
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά κυψέλη, κυψέλη χαρτης, κυψέλη της γιαγιάς, κυψέλη πολυστερίνης, κυψέλη περόνε, κυψέλη μυτιλήνη, κυψέλη στα γερμανικά, bienenkorb στα ελληνικά
κυψέλη στα γερμανικά