lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μοναδικός στα λευκορωσίας

Λέξη:
μοναδικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (8):
адзіны, адна, адно, троху, трошку, унікальны, выключны, надзвычайны
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας μοναδικός, μοναδικόσ αριθμόσ σταθμού, μοναδικός συνώνυμο, μοναδικός συνώνυμα, μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους μηχανικών, μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους, μοναδικός στα λευκορωσίας, адзіны στα ελληνικά
μοναδικός στα λευκορωσίας