lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μοναδικός στα τσεχική

Λέξη:
μοναδικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (22):
jakýsi, jeden, jedinečný, jediný, jedině, jednička, jednotný, kterýsi, mimořádný, neobyčejný, nějaký, ojedinělý, opuštěný, osamocený, osamělý, pouhý, samotný, samotářský, sám, unikátní, výjimečný, zvláštní
Σχετικές λέξεις:
τσεχική μοναδικός, μοναδικόσ αριθμόσ σταθμού, μοναδικός συνώνυμο, μοναδικός συνώνυμα, μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους μηχανικών, μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους, μοναδικός στα τσεχική, jakýsi στα ελληνικά
μοναδικός στα τσεχική