lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μοναδικός στα δανική

Λέξη:
μοναδικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (12):
alene, ekstraordinær, en, end, eneste, enestående, ensom, et, isoleret, solo, ugift, unik
Σχετικές λέξεις:
δανική μοναδικός, μοναδικόσ αριθμόσ σταθμού, μοναδικός συνώνυμο, μοναδικός συνώνυμα, μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους μηχανικών, μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους, μοναδικός στα δανική, alene στα ελληνικά
μοναδικός στα δανική