lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παπούτσι στα λευκορωσίας

Λέξη:
παπούτσι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (2):
чаравiк, чаравік
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας παπούτσι, παπούτσι όνειρο, παπούτσι στο όνειρο, παπούτσι ονειροκρίτης, παπούτσι ετυμολογία, παπούτσι εργασίας, παπούτσι στα λευκορωσίας, чаравiк στα ελληνικά
παπούτσι στα λευκορωσίας