lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παπούτσι στα ουκρανικά

Λέξη:
παπούτσι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
багажник, черевик, черевиків, чобіт
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά παπούτσι, παπούτσι όνειρο, παπούτσι στο όνειρο, παπούτσι ονειροκρίτης, παπούτσι ετυμολογία, παπούτσι εργασίας, παπούτσι στα ουκρανικά, багажник στα ελληνικά
παπούτσι στα ουκρανικά