lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τραβώ στα λευκορωσίας

Λέξη:
τραβώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (9):
цягнуць, залучаць, уцягваць, смактаць, дзерці, драць, кроіць, мучыць, рваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας τραβώ, τραβώ перевод, τραβώ συνώνυμο, τραβώ συνώνυμα, τραβώ κλιση, τραβώ καπνό φυσώ καπνό, τραβώ στα λευκορωσίας, цягнуць στα ελληνικά
τραβώ στα λευκορωσίας